ὑπόκαυστον

From LSJ
Revision as of 19:15, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2, $3")

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόκαυστον Medium diacritics: ὑπόκαυστον Low diacritics: υπόκαυστον Capitals: ΥΠΟΚΑΥΣΤΟΝ
Transliteration A: hypókauston Transliteration B: hypokauston Transliteration C: ypokafston Beta Code: u(po/kauston

English (LSJ)

τό, A the hot-air space under the sweating-room in a bathing establishment, hypocaust, Plin.Ep.2.17, Stat.Silv.1.5.59.

German (Pape)

[Seite 1219] τό, ein gewölbter Ort, der unterwärts durch einen Heerd geheizt wird, bes. in den Bädern, das lat. vaporarium. Auch ein solcher unter der Badstube angebrachter Ofen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόκαυστον: τό, θολωτὸς θάλαμος λουτρῶνος θερμαινόμενος κάτωθεν δι’ ὑποκαύστρας, Λατινικ. vaporarium, Βιτρούβ. 5. 10, Πλινίου Ἐπιστ. 2. 17˙ ἐπὶ οἴκου θερμαινομένου δι’ ὑποκαύστρας, ἐν ὑποκαύστῳ οἴκῳ τὴν δίαιταν εἶχον Ἐπιφάν. τόμ. 1, σελ. 459D, πρβλ. πυριατήριον. 2) ἡ ὑπὸ τοιοῦτον θάλαμον ὑποκαύστρα, Οὐλπ.

Greek Monolingual

τὸ,Α
βλ. ὑπόκαυστος.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόκαυστον: τό парильня (в бане) Plin. J.