ῥέγος
From LSJ
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
English (LSJ)
εος, τό, A = ῥῆγος (q.v.), rug, coverlet, Anacr.138.
German (Pape)
[Seite 837] τό, = ῥῆγος, Anacr. bei E. M. 703, 28; VLL. erklären βάμμα, also von gefärbten Gewändern.
Greek (Liddell-Scott)
ῥέγος: -εος, τό, = ῥῆγος, ὃ ἴδε, σκέπασμα, ἐφάπλωμα, Ἀνακρ. 97.
Greek Monolingual
-εος, τὸ, Α
βλ. ῥῆγος.
Russian (Dvoretsky)
ῥέγος: εος τό крашеная ткань, покрывало Anacr.