Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
Menander, Monostichoi, 469French (Bailly abrégé)
v. *λίς;
v. λιτός.
English (Slater)
λῐτά
1 entreaty (but cf. Chantraine, R. Ph., 1953, 16ff.) Ζηνὸς ἦτορ λιταῖς ἔπεισε (sc. Θέτις) (O. 2.80) ἄνεται δὲ πρὸς χάριν εὐσεβίας ἀνδρῶν λιταῖς (O. 8.8)