Μινύειος
τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him
English (LSJ)
α, ον, Minyan, Ὀρχομενὸς Μινύειος Il. 2.511, Od. 11.284; Epic Μινυήϊος Il. 11.722, Hes. Fr. 144.4; — fem. Μινυηΐς, -ΐδος, ἡ, ARh. 1.233.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
des Minyes ; Μινύειος Ὀρχομένος Orchomène du territoire des Minyes ; Μινύειος ποταμός le fleuve des Minyes, càd l’Anigros, en Élide.
Étymologie: Μινύαι.
English (Autenrieth)
Minyeian, belonging to the ancient stock of the Minyae in Orchomenus, Od. 11.284 and Il. 2.511.
Russian (Dvoretsky)
Μῐνύειος: эп.-ион. Μινυήϊος 3 принадлежащий племени миниев (Ὀρχομενός Hom., Thuc.): ἡ πόλις Μινυεία Pind. = Ὀρχομενός.