ὑπέργηρως
Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is
English (LSJ)
ων, exceedingly old, of extreme age, Ph. 1.622, Babr. 47.1, Luc. DMort. 27.9, etc.; τὸ ὑ. extreme old age, A. Ag. 79 (anap.); past the age of service, PGiss. 59iv 14 (ii AD); prob. proparox.; sometimes ὑπέργηρος, ον, in codd. (so in Gloss.); pl. ὑπέργηροι Vett.Val. 350.19.
German (Pape)
[Seite 1193] überall, sehr alt, Aesch. Ag. 79 u. Sp., wie Luc. D. mort. 27, 9 D. Cass. 57, 17.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέργηρως: (ὀρθότ. ὑπεργήρως), ων, ὁ, ἡ, τό, πάνυ γέρων, ἐσχατόγηρος, Βαρβ. 47. 1, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 27. 9, κλπ. τό θ’ ὑπέργηρων, ἔσχατον γῆρας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 79. Ἐνίοτε πλημμελῶς ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις ὑπέργηρος, ον.
French (Bailly abrégé)
ως, ων;
extrêmement vieux ou ancien ; τὸ ὑπέργηρων ESCHL l’extrême vieillesse.
Étymologie: ὑπέρ, γῆρας.
Greek Monotonic
ὑπέργηρως: -ων, πολύ γέρος, άνθρωπος, μεγάλης ηλικίας, σε Λουκ.· τὸὑπέργηρων, έσχατα γηρατειά, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπέργηρως: ων чрезвычайно старый Babr., Luc.
Middle Liddell
ὑπέρ-γηρως, ων,
exceeding old, of extreme age, Luc.: τὸ ὑπέργηρων extreme old age, Aesch.