σκυτορράφος
From LSJ
ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, (ῥάπτω) shoemaker or leather-worker, Orib.47.17.2.
Greek (Liddell-Scott)
σκῡτορράφος: [ᾰ], ὁ (ῥάπτω) ὑποδηματοποιός, ὁ ἐργαζόμενος εἰς τὴν ῥαφὴν δερμάτων, Ὀρειβάσ. παρὰ Cocch. Χειρουργ. 161· -ῥημ. -ραφέω, Θεόδ. Μετοχ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
υποδηματοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκῦτος «κατεργασμένο δέρμα» + -ρραφος (< ῥαφή < ῥάπτω), πρβλ. μηχανο-ρράφος].