καλαπόδι
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
Greek Monolingual
το (AM καλαπόδιον, Μ και καλαπόδι(ν))
ξύλινο ομοίωμα του κάτω μέρους του ποδιού, πάνω στο οποίο οι υποδηματοποιοί κατασκευάζουν τα παπούτσια ή το οποίο χρησιμοποιούν για φάρδεμα παπουτσιών
2. ξύλινο ομοίωμα του κάτω μέρους του ποδιού το οποίο τοποθετείται μέσα σε παπούτσια για να διατηρεί το δέρμα τεντωμένο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. της λ. καλάπους. Από τις καλόπους, καλάπους (< κᾶλον + πούς) «ξύλινο πόδι» καθώς και από τα υποκοριστικά τους καλοπόδιον, καλαπόδι(ον) προέρχονται τ. τών ανατολικών γλωσσών ως δάνειοι, π.χ.: αραβ. qālib < τουρκ. kalip (απ' όπου η λ. καλούπι ως αντιδάνειο), περσ. kalbud].