καλαπόδι

From LSJ
Revision as of 07:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source

Greek Monolingual

το (AM καλαπόδιον, Μ και καλαπόδι(ν))
ξύλινο ομοίωμα του κάτω μέρους του ποδιού, πάνω στο οποίο οι υποδηματοποιοί κατασκευάζουν τα παπούτσια ή το οποίο χρησιμοποιούν για φάρδεμα παπουτσιών
2. ξύλινο ομοίωμα του κάτω μέρους του ποδιού το οποίο τοποθετείται μέσα σε παπούτσια για να διατηρεί το δέρμα τεντωμένο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. της λ. καλάπους. Από τις καλόπους, καλάπους (< κᾶλον + πούς) «ξύλινο πόδι» καθώς και από τα υποκοριστικά τους καλοπόδιον, καλαπόδι(ον) προέρχονται τ. τών ανατολικών γλωσσών ως δάνειοι, π.χ.: αραβ. qālib < τουρκ. kalip (απ' όπου η λ. καλούπι ως αντιδάνειο), περσ. kalbud].