σύνωσις
From LSJ
μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things
English (LSJ)
εως, ἡ, (συνωθέω) forcing together, compression, Pl.Ti.62b, Epicur.Ep.2p.49U., al., Paul.Aeg.6.73; διώσεις ἢ σ. Arist.Ph.243b9.
German (Pape)
[Seite 1039] ἡ, = συνώθησις, Plat. Tim. 62 b.
Greek (Liddell-Scott)
σύνωσις: ἡ, (συνωθέω) τὸ συνωθεῖν, συνώθησις, στρύμωγμα, Πλάτ. Τίμ. 62Β· διώσεις ἢ σ. Ἀριστ. Φυσ. 7. 2, 4, πρβλ. ἄπωσις, ἄντωσις, δίωσις.
Greek Monolingual
-ώσεως, ἡ, Α συνωθῶ
η ενέργεια του συνωθώ, στρύμωγμα.
Russian (Dvoretsky)
σύνωσις: εως ἡ стеснение, сжатие Plat., Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύνωσις -εως, ἡ [συνωθέω] het samendrukken, compressie.