prisión
From LSJ
Spanish > Greek
ἀναγκαῖον, ἀναγκαῖος, ἀνώγαιον, ἀπόκλεισμα, ἀποκλεισμός, γόργυρα, δεκανικός, δεσμευτήριον, δεσμός, δεσμοφυλάκειον, δεσμοφυλάκιον, δεσμωτήριον, δικαιωτήριον, δραπεταγώγιον, ἐγκλειστήριον, ἐγκλείστρα, εἶργμα, εἰργμός, εἱργμός, εἰρκτή, εἱρκτή, ἑρκτή, κάρκαρον, κάρκαρος, οἴκημα, ὁρκάνα, ὁρκάνη, ὀχύρωμα, συγκλειστήριον, σωματοτροφεῖον, τήρησις, τηρητήριον, φρουρά, φρούριον, φυλακή