τροχιλία

From LSJ
Revision as of 10:36, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

οἱ Κυρηναϊκοὶ δόξαις ἐχρῶντο τοιαύταις: δύο πάθη ὑφίσταντο, πόνον καὶ ἡδονήν, τὴν μὲν λείαν κίνησιν, τὴν ἡδονήν, τὸν δὲ πόνον τραχεῖαν κίνησιν → the Cyrenaics admitted two sensations, pain and pleasure, the one consisting in a smooth motion, pleasure, the other a rough motion, pain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τροχιλία Medium diacritics: τροχιλία Low diacritics: τροχιλία Capitals: ΤΡΟΧΙΛΙΑ
Transliteration A: trochilía Transliteration B: trochilia Transliteration C: trochilia Beta Code: troxili/a

English (LSJ)

v. τροχιλεία.

Greek (Liddell-Scott)

τροχῐλία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, «καροῦλι», «μακαρᾶς», Λατιν. trochlea, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 808, Ἀριστοφ. Λυσ. 722· τροχίλίαισι ταῦτα καὶ τοπείοις (δηλ. σχοινίοις) ἱστᾶσιν οὐκ ἄνευ πόνου Ἄρχιππος ἐν «Ὄνῳ» 1, Πολύβ. 1. 22, 5· μεταφορ., μετά τινος τροχιλίας, μετ’ εὐκολίας τινὸς ἢ εὐκινησίας, Ἀθήν. 587F. - Ἐν Ἀριστ. Μηχαν. 8 καὶ 18, ἔχομεν τοὺς τύπους τροχιλέα, τροχαλία, ὡς καὶ παρὰ Σουΐδ.· τροχηλιὰ παρὰ Γαλην., καὶ διάφορ. γραφ. παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 8, 5· - ἐν Πλάτ. Πολ. 397Α, Μοσχίωνι παρ’ Ἀθην. 200Ε, γεν. πληθ. τροχιλίων (ἐκ τοῦ τροχίλιον, τό), εἰ μὴ ἀναγνωστέον τροχιλιῶν.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
toute machine ronde ou cylindrique pour élever des fardeaux, treuil, cabestan, poulie.
Étymologie: τροχός.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
βλ. τροχαλία.

Greek Monotonic

τροχῐλία: ἡ, δέσμη τροχαλίας, καρούλι και άλλα παρόμοια, Λατ. trochlea, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

τροχῐλία: ἡ тех. ворот или валик, каток Arph., Polyb., Plut., Diog. L.

Middle Liddell

τροχῐλία, ἡ,
the sheaf of a pulley, roller of a windlass, and the like, Lat. trochlea, Ar.