συγκάθεδρος
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
English (LSJ)
ὁ, assessor, colleague, Ulp. ad D.21.178, Hsch. s.v. συνθάκων; condemned by Thom.Mag. p.292 R.
German (Pape)
[Seite 963] mit beisitzend, Lob. Phryn. 465.
Greek (Liddell-Scott)
συγκάθεδρος: ὁ, τὴν αὐτὴν καθέδραν κατέχων, πάρεδρος, Μακάρ. 604D, Παλλαδ. Λαυσ. 1233C, κλπ., ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 465.
Greek Monolingual
ό, ΜΑ
αυτός που παρακάθεται στην ίδια έδρα, πάρεδρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατά + -εδρος (< ἕδρα), πρβλ. πάρ-εδρος, σύν-εδρος].
Greek Monolingual
ό, ΜΑ
αυτός που παρακάθεται στην ίδια έδρα, πάρεδρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατά + -εδρος (< ἕδρα), πρβλ. πάρ-εδρος, σύν-εδρος].