συμπολιτεύομαι

From LSJ
Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και ενεργ. τ. συμπολιτεύω Α συμπολίτης
νεοελλ.
1. ανήκω στην συμπολίτευση
2. (για νόμους ή θεσμούς) ισχύω παράλληλα με άλλον
μσν.-αρχ.
1. είμαι μέλος της ίδιας πολιτείας, ανήκω στην ίδια πολιτεία με άλλον
2. είμαι στενά συνδεδεμένος
αρχ.
1. ρυθμίζω την πολιτική και την τακτική μου ανάλογα με κάποιον άλλο («μηδενὶ συμπολιτευόμενοι τοσαύτην ἤγομεν ἡσυχίαν», Δημοσθ.)
2. κατέχω το ίδιο δημόσιο αξίωμα με άλλον
3. (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) oἱ συμπολιτευόμενοι
οι συμπολίτες
4. ενεργ. συμπολιτεύω
ζω ως πολίτης της ίδιας πολιτείας μαζί με άλλους.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και ενεργ. τ. συμπολιτεύω Α συμπολίτης
νεοελλ.
1. ανήκω στην συμπολίτευση
2. (για νόμους ή θεσμούς) ισχύω παράλληλα με άλλον
μσν.-αρχ.
1. είμαι μέλος της ίδιας πολιτείας, ανήκω στην ίδια πολιτεία με άλλον
2. είμαι στενά συνδεδεμένος
αρχ.
1. ρυθμίζω την πολιτική και την τακτική μου ανάλογα με κάποιον άλλο («μηδενὶ συμπολιτευόμενοι τοσαύτην ἤγομεν ἡσυχίαν», Δημοσθ.)
2. κατέχω το ίδιο δημόσιο αξίωμα με άλλον
3. (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) oἱ συμπολιτευόμενοι
οι συμπολίτες
4. ενεργ. συμπολιτεύω
ζω ως πολίτης της ίδιας πολιτείας μαζί με άλλους.