ἀροτός

From LSJ
Revision as of 22:55, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀροτός Medium diacritics: ἀροτός Low diacritics: αροτός Capitals: ΑΡΟΤΟΣ
Transliteration A: arotós Transliteration B: arotos Transliteration C: arotos Beta Code: a)roto/s

English (LSJ)

ή, όν, A arable, Theognost.Can.95. II ἀροτόν· τὸν ὁλκὸν τοῦ Ἕκτορος ἢ τὸ ἀντίσταθμον A.Fr.270 (ap. Hsch.).

German (Pape)

[Seite 357] ὁ, 1) die Zeit des Ackerns, Hes. – 2) das Jahr, Soph. Tr. 69. 822. S. das vor.

Greek (Liddell-Scott)

ἀροτός: -ή, -όν, δύναταί τις νὰ ἀρόσῃ, ὀργώσῃ, καὶ ὁ ἀρηρομένος, Θεογνώστου Καν. 95.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
arable γῆ PLugd.Bat.17.17.14, cf. Theognost.Can.95.14.

Greek Monolingual

ἄροτος, ο (Α) αρώ
1. ο καλλιεργήσιμος αγρός
2. ο καρπός του αγρού, η σοδειά, η συγκομιδή
3. το όργωμα, η καλλιέργεια
4. η εποχή για καλλιέργεια
5. μτφ. η γέννηση παιδιών.