δεινοκάθεκτος
From LSJ
τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses
English (LSJ)
ον, hard to be repressed, Orph.H.10.6.
German (Pape)
[Seite 538] schwer zusammenzuhalten, Orph. H. 9, 6.
Greek (Liddell-Scott)
δεινοκάθεκτος: ον ὃν δυσκόλως τις δύναται νὰ καθησυχάσῃ ἢ κατάσχῃ, δυσκάθεκτος, Ὀρφ. Ὕμν. 9. 6.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
difícil de reprimir, incontenible Φύσις Orph.H.10.6.
Greek Monolingual
δεινοκάθεκτος, ο (Α)
εκείνος τον οποίο πολύ δύσκολα μπορεί να συγκρατήσει κανείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεινός + καθεκτός < κατέχω (πρβλ. ακάθεκτος].