Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διάδετος

From LSJ
Revision as of 22:10, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάδετος Medium diacritics: διάδετος Low diacritics: διάδετος Capitals: ΔΙΑΔΕΤΟΣ
Transliteration A: diádetos Transliteration B: diadetos Transliteration C: diadetos Beta Code: dia/detos

English (LSJ)

ον, bound fast, χαλινοὶ διάδετοι γενῦν ἱππίων bits firm bound through the horse's mouth, A.Th.122(lyr.); δακτύλιος ἠλέκτρῳ δ. τὸν κύκλον adorned with a strip of amber set in .., Hld.5.13; δ. ταινίαις τὰς κόμας Lib.Decl.12.27.

Greek (Liddell-Scott)

διάδετος: -ον, (διαδέω) ὁ δενόμενος ἰσχυρῶς, χαλινοὶ διάδετοι (διὰ δὲ τοι Weil.) γενύων ἱππείων, χαλινοὶ ἰσχυρῶς δεδεμένοι εἰς τὰ στόματα τῶν ιππων, Αἰσχύλ. Θήβ. 122· ἠλέκτρῳ δ. Ἡλιόδ. 5. 13· δ. ταινίαις τὰς κόμας Λιβάν. 4. 189.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
attaché à travers ou autour.
Étymologie: διαδέω.

Spanish (DGE)

-ον
rodeado, ceñido (δακτύλιον) τὸν μὲν κύκλον ἠλέκτρῳ διάδετον (anillo) con el aro ceñido por ámbar Hld.5.13.3, c. ac. de rel. δ. μὲν ταινίαις ... τὰς κόμας ceñidos los cabellos con bandas Lib.Decl.12.27
subst. τὸ δ. cinta para la cabeza, Anon.in Rh.168.23.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α διάδετος, -ον) διαδέω
1. ο δεμένος ολόγυρα ή στερεά
2. στεφανοειδές εξάρτημα για την περίσφιξη συμβλημάτων
αρχ.
(για κρίκους) ο κοσμημένος με στεφάνη.

Greek Monotonic

διάδετος: -ον (διαδέω), αυτός που είναι δεμένος δυνατά, ισχυρά· χαλινοὶ διάδετοι γενύων ἱππείων, χαλινάρια ισχυρά δεμένα στα στόματα των αλόγων, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

διάδετος: продетый и связанный (χαλινοὶ διάδετοι γενῦν ἱππιᾶν Aesch.).

Middle Liddell

διάδετος, ον διαδέω
bound fast, χαλινοὶ διάδετοι γενύων ἱππείων bits firm bound through the horse's mouth, Aesch.