διάδικος

From LSJ
Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

οὖρος ὀφθαλμῶν ἐμῶν αὐτῇ γένοιτ' ἄπωθεν ἑρπούσῃ → let a fair wind be with her as she goes from my sight, let her go as quick as may be

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάδῐκος Medium diacritics: διάδικος Low diacritics: διάδικος Capitals: ΔΙΑΔΙΚΟΣ
Transliteration A: diádikos Transliteration B: diadikos Transliteration C: diadikos Beta Code: dia/dikos

English (LSJ)

τὸ εἰς δίκην καλεῖν (Att.), Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

διάδῐκος: ὁ, τὸ ἕτερον τῶν δικαζομένων μερῶν, Ἰω. Χρυσ. 6, 806, Ἰσίδ. Πηλουσ. κτλ.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ jur. parte contraria, adversario en un litigio Cod.Iust.3.10.1.1, Bass.Suppl.p.45.29, Iust.Edict.7.1, 2, ὡς καὶ δ. καὶ κριτὴς καὶ δήμιος αὐτῶν γενέσθαι Isid.Pel.Ep.M.78.537A, cf. MAMA 4.325 (Galacia IV/V d.C.), Chrys.M.59.759.

Greek Monolingual

ο (AM διάδικος)
αυτός που δικάζεται είτε ως αντίδικος είτε ως ομόδικος
2. ο μάρτυρας
3. ο διαιτητής
4. ο τιμωρός διώκτης
αρχ.
το έτερο τών δικαζόμενων μερών.