διαπατάω
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
English (LSJ)
deceive utterly, Pl.Lg.738e, Ph.2.92:—Pass., Arist. HA496b5.
German (Pape)
[Seite 594] verstärktes simpl., Plat. Legg. V, 738 e; Arist. H. A. 1, 17 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διᾰπᾰτάω: μέχρι τέλους, ὁλοσχερῶς ἀπατῶ, Πλατ. Νόμ. 738Ε· παθ., Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 17, 7.
Spanish (DGE)
engañar totalmente αὐτόν Pl.Lg.738e, cf. Ph.2.92, ἡ δὲ Μαγνῆτις (λίθος) διαπατᾷ τὴν ὄψιν, ὡς δοκεῖν ἀργύριον εἶναι Hsch.λ 1353
•en v. pas. estar totalmente equivocado διηπατημένη ... δόξα Plu.2.117a
•subst. τὸ διηπατημένον lo equivocado Arist.Top.148a7, οἱ νομίζοντες (πλεύμονα) εἶναι κενὸν διηπάτηνται los que creen que el pulmón está vacío están equivocados de parte a parte Arist.HA 496b5, ὁ Καικίλιος ... πάνυ διηπάτηται Longin.8.4, cf. 2.1.
Russian (Dvoretsky)
διᾰπᾰτάω: полностью обманывать (τινα Plat., Plut.; διηπατημένη καὶ ψευδὴς δόξα Plut.): τὸ διηπατημένον Arst. полное заблуждение.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δι-απατάω (helemaal) misleiden; met inf.: ἔπεισεν αὐτὸν ἢ διηπάτησε τῇ Αἴθρᾳ συγγενέσθαι hij haalde hem over of bedroog hem volkomen dat hij moest vrijen met Aethra Plut. Thes. 3.5.