δοξοσοφία
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ἡ, conceit of wisdom, Pl.Sph.231b, Phlb.49a, 49d, Plu.2.999f.
German (Pape)
[Seite 658] ἡ, Scheinweisheit; Plat. Phil. 49 a Soph. 231 b u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δοξοσοφία: ἡ, οἴησις ἐπὶ σοφίᾳ, Πλάτ. Σοφ. 231Β, Φιλήβ. 49Α, D.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
opinion complaisante de sa propre sagesse.
Étymologie: δοξόσοφος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
fatua creencia de que se es sabio δ. καὶ δοξοκαλία Pl.Phlb.49d, cf. Sph.231b, Plu.2.999e, Gal.5.223, Clem.Al.Strom.1.18.88, Synes.Ep.143, Dam.Fr.335.
Greek Monolingual
η (AM δοξοσοφία)
1. το να νομίζει κανείς πως είναι σοφός χωρίς να είναι, δοκησισοφία
2. ψευδοσοφία.
Greek Monotonic
δοξοσοφία: ἡ, ψευδαίσθηση σοφίας, δοκησισοφία, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
δοξοσοφία: ἡ мнимая мудрость Plat., Plut.