δομοσφαλής
From LSJ
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
English (LSJ)
ές, shaking the house, κτύπος A.Ag.1533 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 656] ές, das Haus erschütternd; ὄμβρου κτύπος Aesch. Ag. 1515.
Greek (Liddell-Scott)
δομοσφᾰλής: -ές, διασείων τὸν οἶκον, καταρρίπτων αὐτόν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1533.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui fait écrouler les maisons.
Étymologie: δόμος, σφάλλω.
Spanish (DGE)
(δομοσφᾰλής) -ές
que destruye la casa δέδοικα δ' ὄμβρου κτύπον δομοσφαλῆ τὸν αἱματηρόν A.A.1533.
Greek Monolingual
δομοσφαλής, -ές (Α)
αυτός που σείει ή γκρεμίζει το σπίτι.
Greek Monotonic
δομοσφᾰλής: -ές (σφάλλω), αυτός που σείει, ταρακουνά, γκρεμίζει το σπίτι, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
δομοσφᾰλής: потрясающий домом, т. е. разрушительный (ὄμβρου κτύπος αἱματηρός Aesch.).