διπλάζω

From LSJ
Revision as of 19:15, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διπλάζω Medium diacritics: διπλάζω Low diacritics: διπλάζω Capitals: ΔΙΠΛΑΖΩ
Transliteration A: diplázō Transliteration B: diplazō Transliteration C: diplazo Beta Code: dipla/zw

English (LSJ)

A = διπλασιάζω, double, φόρον And.4.11 (s.v.l.), Alex.122: —Pass., to be doubled, στρατηλάταις δορὸς διπλάζεται τιμά E.Supp. 781 (lyr.), cf. Men.319.10. II intr., to be twofold or double, τό τοι διπλάζον μεῖζον κακόν S.Aj.268.

Greek (Liddell-Scott)

διπλάζω: διπλασιάζω, Ἀνδοκ. 30. 27 (ὁ Reisk. διπλασιάσειεν) Ἄλεξ. Κυπρ. 3.- Παθ., διπλασιάζομαι, στρατηλάταις δορὸς διπλάζεται τιμὴ Εὐρ. Ἱκέτ. 781, πρβλ. Μένανδ. Μεθ. 1. 10. ΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι διπλάσιος ἢ διπλοῦς, δύο εἰδῶν, τό τοι διπλάζον μεῖζον κακὸν Σοφ. Αἴ. 268.

French (Bailly abrégé)

être double.
Étymologie: δίπλαξ.

Spanish (DGE)

(δῐπλάζω)
• Morfología: [v. med. aor. opt. 2a sg. διπλάσσαιο Nic.Th.79]
I tr.
1 duplicar, doblar en tamaño ἕκαστον κῶλον ... τάφου Trag.Adesp.166.3, en valor, Alex.127, en número, Nic.l.c., cf. Ath.Al.M.25.528A, διπλάζειν τὴν δεξιάν hacer dos movimientos hacia la derecha Simp.in Cael.419.34
en v. pas. ser doblado, verse duplicado τιμά E.Supp.781, κακόν Men.Fr.264.10.
2 gram. geminar una consonante, Eust.335.38, cf. 494.3.
3 mat. multiplicar por dos Hero Stereom.1.31.
II intr. ser doble τό τοι διπλάζον ... μεῖζον κακόν doble mal es mayor mal S.Ai.268.

Greek Monolingual

και διπλιάζω (AM διπλάζω)
διπλασιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος συντετμημένος τ. του διπλασιάζω].

Greek Monotonic

διπλάζω: = διπλασιάζω·
I. διπλασιάζω, σε Ευρ.
II. αμτβ., τὸ διπλάζον κακόν, το δύο ειδών κακό, το διπλάσιο κακό, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

διπλάζω:
1) удваивать Men.: δορὸς διπλάζεται τιμά τινι Eur. чья-л. военная слава возросла вдвое;
2) быть двойным (τό διπλάζον κακόν Soph.).

Middle Liddell

= διπλασιάζω,]
I. to double, Eur.
II. intr., τὸ δίπλαζον κακόν the twofold evil, Soph.