δυσεργής
English (LSJ)
ές, difficult, App.Hisp.73, al.; τὸ δ. OGI502.6 (Aezani): Comp., of an operation, Antyll.(?) ap.Orib.44.23.23; making it hard to work, βαρύτητες Plu.2.1129d.
German (Pape)
[Seite 679] = δύσεργος; Paus. 3, 21, 4; App. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
δυσεργής: -ές, = δύσεργος, Παυσ. 3. 21, 4, Ἀππ. Ἱσπ. 71· τὸ δ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3835. 6.
Spanish (DGE)
-ές
1 difícil δυσεργὲς ἡγούμενος εἶναι καταλαβεῖν ... App.Hisp.71, cf. Syr.37, Mith.94, BC 5.12, χειρουργία Antyll. en Orib.44.20.23, δυσεργεστέρα δὲ ἡ τῶν πυρεσσόντων ἐστὶ θεραπεία Philum. en Aët.9.33
•del terreno dificultoso, impracticable glos. a φελλεύς Hsch.
•neutr. subst. τὸ δ. dificultad τὸ δ. καὶ δυσεύρετον τοῦ πράγματος OGI 502.6 (Ezanos II d.C.)
•incomodidad de cierta postura para la parturienta, Sor.2.1.96.
2 difícil de trabajar λίθοι Paus.3.21.4, γῆ Gr.Thaum.Pan.Or.7.8.
3 que hace difícil el trabajo βαρύτητες Plu.2.1129e.
Greek Monolingual
δυσεργής, -ές (Α)
1. δύσκολος, δυσχερής
2. αυτός που προκαλεί δυσκολία στην εργασία.
Russian (Dvoretsky)
δυσεργής: Plut. = δύσεργος 3.