βλαπτήριος
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
ον, = βλαπτικός (hurtful, mischievous), Oppian. H. 2.456.
German (Pape)
[Seite 447] = folgdm, Opp. H. 2, 456.
Greek (Liddell-Scott)
βλαπτήριος: -ον, = τῷ ἑπομ., Ὀππ. Ἁ. 2. 456.
Spanish (DGE)
-ον dañoso, dañino ἰχώρ Opp.H.2.456.
Greek Monolingual
βλαπτήριος, -ον (Α) βλάπτω
ο βλαβερός.