Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βομβύκιον

From LSJ
Revision as of 18:15, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2")

Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur

Menander, Monostichoi, 203
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βομβύκιον Medium diacritics: βομβύκιον Low diacritics: βομβύκιον Capitals: ΒΟΜΒΥΚΙΟΝ
Transliteration A: bombýkion Transliteration B: bombykion Transliteration C: vomvykion Beta Code: bombu/kion

English (LSJ)

[ῡ], τό, species of A mason-bee, Chalicodoma muraria, Arist.HA 555a13 (v.l. βομβυκοειδῶν). 2 small buzzing insect, Sch. Ar.Nu.158. II cocoon of silk-worm, Arist.HA551b14.

German (Pape)

[Seite 453] τό, Puppe, Kokon des Seidenwurms, Arist. H. A. 5, 19.

Spanish (DGE)

-ου, τό
1 capullo del gusano de seda τὰ βομβύκια ἀναλύουσι τῶν γυναικῶν τινὲς ἀναπηνιζόμεναι, κἄπειτα ὑφαίνουσιν Arist.HA 551b14.
2 insecto que zumba, quizá abejorro o moscardón Sch.Ar.Nu.158.
3 fig. zumbido de los señuelos del diablo charlatanería τοιαῦτά τινα κινεῖ (ὁ διάβολος) βομβύκια Ath.Al.Ep.Fonti p.64.

Greek Monolingual

βομβύκιον, το (Α)
1. είδος μελισσών που κατασκευάζουν φωλιές από πηλό
2. το κουκούλι, το περίβλημα της προνύμφης διαφόρων εντόμων και κυρίως του μεταξοσκώληκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βομβύκιον με τη σημ. 1 < βόμβυξ (ΙΙ), ενώ με τη σημ. 2 < βόμβυξ (Ι)].

Russian (Dvoretsky)

βομβύκιον: (ῡ) τό
1) кокон шелкопряда Arst.;
2) предполож. пчела-каменщица (Chalicodoma muraria) Arst.