ἀκλισία
From LSJ
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
English (LSJ)
ἡ, indeclinability, A.D.Pron.12.4, etc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκλῐσία: ἡ, τὸ εἶναι ἄκλιτον, Ἀπολλ. ἐν Α. Β. 551, 552.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
falta de declinación A.D.Pron.12.4, Adu.141.4.
Greek Monolingual
η (Α ἀκλισία) ἄκλιτος
έλλειψη κλίσης, απόκλισης προς το ένα ή προς το άλλο μέρος.
Russian (Dvoretsky)
ἀκλῐσία: ἡ грам. несклоняемость.