ἀνεπηρέαστος
νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day
English (LSJ)
ον, free from injury or insult, unmolested, D.S.31.8, Memn.2.3, J.AJ14.10.6, PFlor.91.17 (ii A.D.), cf. BGU1022.24: Medic., uninjured, Archig. ap. Orib.8.1.6, Id. ap. Aët.8.73. Adv. -τως J.AJ 16.2.5.
German (Pape)
[Seite 224] nicht gekränkt, τινός, Ioseph.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπηρέαστος: -ον, ὁ ἄνευ ἐπηρείας, ὕβρεως, Μέμν. 11, Ἀρχιγ. παρὰ Matth. 153. - Ἐπίρρ. -τως Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰουδ. 16. 2, ἐν τέλ.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [fem. -η IPE 2.54.11 (Panticapeo III d.C.)]
I 1de pers. no injuriado, no insultado D.S.31.8, I.AI 16.60, Ptol.Tetr.4.7.2, Wilcken Chr.1.26.20
•no molestado ἀνηβρίστους (sic) καὶ ἀνηπερεάστους (sic) διαφυ[λ] άσιν ὑμᾶς SB 11012.2.3 (I d.C.), cf. PSAAthen.58.1 (II d.C.), SB 9897.12 (II/III d.C.), PWisc.1.2.41 (III d.C.), IPE l.c., POxy.2721.28 (III d.C.), PLond.971.11 (IV d.C.), SB 9763.43 (V d.C.).
2 medic. no lastimado, no afectado ἵνα ἀ. μὲν ἡ κάτω κοιλία γένηται Archig. en Orib.8.1.6, cf. Archig. en Aët.8.73 (p.538).
3 subst. τὸ ἀ. situación de seguridad Nil.M.79.924B, PFlor.323.13 (VI d.C.).
II adv. -ως
1 sin ser dañado, a salvo ἀ. οἴκοι μενέτω Nil.M.79.777A.
2 sin burla ἀ. ἀκούειν Gr.Nyss.Eun.3.6.18.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνεπηρέαστος, -ον)
νεοελλ.
1. (για πρόσωπα) μη επηρεαζόμενος, αντικειμενικός, αμερόληπτος, χωρίς προκατάληψη
2. (για πράγματα) αναλλοίωτος, αμετάβλητος
αρχ.
αβλαβής.