ἀνταΰω
From LSJ
κύματα θαρσαλέως ποντοπόρει βιότου → the waves of life make bold furrows, travel boldly over the waves of life
English (LSJ)
sound in turn, answer, οἱ ἀντάϋσε [ῡ] bronta=s fqe/gma Pi. P.4.197, cf. Opp.C.2.78.
German (Pape)
[Seite 245] entgegenschallen, ἐκ νεφέων δέ οἱ ἀντάϋσε βροντά Pind. P. 4, 197.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνταΰω: μέλλ. -σω, ἀντηχῶ εἰς ἀπάντησιν, ἐκ νεφέων δὲ οἱ ἀντάῡσε [ῡ] βροντᾶς αἴσιον φθέγμα Πινδ. Π. 4. 350, πρβλ. Ὀππ. Κ. 2. 78.
French (Bailly abrégé)
répondre par un éclat (de tonnerre).
Étymologie: ἀντί, ἀΰω.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ῡ-]
• Morfología: [aor. ἀντάϋσε Pi.P.4.197]
sonar a su vez, responder οἱ ἀντάϋσε βροντᾶς ... φθέγμα Pi.l.c., cf. Opp.C.2.78.
Greek Monolingual
Russian (Dvoretsky)
ἀνταΰω: греметь в ответ (οἱ ἀντάϋσε βροντᾶς φθέγμα Pind.).