ἀπαμφιέννυμι
Εὔτακτον εἶναι τἀλλότρια δειπνοῦντα δεῖ → Modestia est servanda cenanti foris → Sich fügen muss, wer fremdes Eigentum verzehrt
English (LSJ)
[ῡ], A strip off garments, στέρν' ἀπημφιεσμέναι having them stripped bare, Xenarch.4.5. 2 strip off, τοίχους Plu.2.516f, cf. Ph.1.117.
German (Pape)
[Seite 277] (s. ἕννυμι), auskleiden, ἀπαμφιεῖ τὸ κατάπλαστον ἡ μέθη Men. in VLL.; στέρν' ἀπημφιεσμένας, γυμνάς, Xenarch. Ath. XIII, 569 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαμφιέννυμι: ἐκδύω, ἀποδύω, «ξεγυμνώνω», ἀνοίγω, στέρν’ ἀπημφιεσμένας, ἐχούσας τὰ στήθη γεγυμνωμένα, ἀνοικτά, Ξέναρχ. ἐν «Πεντάθλῳ» 1. 5. 2) ἀφαιρῶ, ἐξαλείφω, τοίχους Πλούτ. 2516F.
French (Bailly abrégé)
part. pf. Pass. ἀπημφιεσμένος;
dévêtir ; fig. dégarnir.
Étymologie: ἀπό, ἀμφιέννυμι.
Spanish (DGE)
1 desnudar en v. pas. στέρν' ἀπημφιεσμένος con el pecho desnudo Xenarch.4.5
•fig. poner al descubierto τὸ κατάπλαστον τοῦτό μου Men.Mis.364, γυμνὴν τὴν ψυχήν Them.Or.21.249d.
2 desmantelar τοίχους Plu.2.516f
•fig. ἀπαμφιεννὺς αὐτό (τὸ πάθος) haciendo desaparecer el dolor Ph.1.117.
Greek Monolingual
ἀπαμφιέννυμι (Α)
1. γδύνω, ξεγυμνώνω
2. αφαιρώ, γκρεμίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαμφιέννῡμι: досл. снимать, перен. срывать (οὐ τοὺς χιτῶνας, ἀλλὰ τοὺς τοίχους Plut.).