ἀποτραχύνω
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
pf. ἀποτετράχυκα D.H.Comp.22:—make rough or hard: metaph., τὴν ἁρμογήν l.c.; but ἀ. τὴν ἀκοήν grate on the ear, Id.Dem.43:—Pass., to be or become rough or hard, Thphr.HP6.4.2.
German (Pape)
[Seite 332] rauh machen, verhärten, Theophr.; erbittern, ἀποτετράχυκε D. Hal. C. V. 22 p. 310; τὸ ἀποτραχυνόμενον, Strenge, Ernst, Longin.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτρᾰχύνω: καθιστῶ τι τραχύ, σκληρύνω, Λατ. exasperare, (μεταφ.), Διόν. Ἁλ. περὶ Συνθέσ. 22: ― Παθ., εἶμαι ἢ γίνομαι τραχύς, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 6. 4, 2.
Spanish (DGE)
1 del estilo a la construcción sintáctica endurecer, hacer áspero τὴν ἁρμογήν D.H.Comp.22.14, τὰ μὲν (λεγόμενα) ἀποτραχύνει καὶ πικραίνει τὴν ἀκοὴν D.H.Dem.43
•part. pas. subst. (τό) ἀποτραχυνόμενον la dureza o aspereza τοῦ πάθους Longin.21.1.
2 en v. med. endurecerse de los tallos, Thphr.HP 6.4.2.
Greek Monolingual
(Α ἀποτραχύνω)
κάνω κάτι τραχύ, σκληρύνω.