ἁλιστέφανος
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
ον, sea-crowned, sea-girt, πτολίεθρον h.Ap.410; νῆσος Alex. Lychn. ap. St.Byz.s.v. Ταπροβάνη, Nonn.D.40.521.
German (Pape)
[Seite 98] meerumkränzt, H. h. 1. 410 πτολίεθρον; Nonn. νῆσος 40, 521.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλιστέφανος: -ον, ὁ ὑπὸ τῆς θαλάσσης περιστεφόμενος, περιβαλλόμενος, νῆσος, Ἀλέξ. παρὰ Στεφ. Βυζ. ἐν λ. Ταπροβάνη.
Spanish (DGE)
(ἁλιστέφᾰνος) -ον
• Prosodia: [ᾰ-]
coronado, rodeado por el mar πτολίεθρον h.Ap.410, de la isla de Andros CEG 627 (Eretria IV a.C.), νῆσος Nonn.D.40.521, cf. Alex.Eph.SHell.36.
Greek Monolingual
ἁλιστέφανος, -ον και ἀλιστεφής, -ές (AM)
αυτός που περιστέφεται, που περιβάλλεται από θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + στέφανος < στέφω.
Russian (Dvoretsky)
ἁλιστέφᾰνος: опоясанный морем (πτολίεθρον HH).