εἱλωτεύω
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
English (LSJ)
to be a Helot or serf, Isoc. 4.131.
German (Pape)
[Seite 730] ein Helot sein, als Sklave dienen, τινί, Isocr. 4, 131.
Greek (Liddell-Scott)
εἱλωτεύω: εἶμαι Εἵλως ἢ δοῦλος, Ἰσοκρ. 67Ε.
French (Bailly abrégé)
être hilote, servir comme hilote.
Étymologie: εἵλως.
Spanish (DGE)
1 tener la condición de hilota τῇ μὲν αὑτῶν πόλει τοὺς ὁμόρους εἱλωτεύειν ἀναγκάζουσιν Isoc.4.131, ὥσπερ πάλαι Λακεδαιμονίοις Μεσσήνιοι τὰ ὅπλα καταβαλόντες εἱλώτευον Synes.Regn.21
•ref. los sometidos colectivamente en condiciones menos duras que las de un esclavo Μιλήσιοι τοὺς Μαριανδυνοὺς εἱ. ἠνάγκασαν ... ὥστε καὶ πιπράσκεσθαι ὑπ' αὐτῶν, μὴ εἰς τὴν ὑπερορίαν Str.12.3.4.
2 servir como esclavo ὅταν ... τοὺς μὲν βαρβάρους ἀναγκάσῃς εἱ. τοῖς Ἕλλησιν Isoc.Ep.3.5, cf. Harp., Hdn.Epim.48, Anecd.Ludw.58.15.
Greek Monolingual
Russian (Dvoretsky)
εἱλωτεύω: быть илотом (τῇ πόλει Isocr.).