βοώνης

From LSJ
Revision as of 12:05, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βοώνης Medium diacritics: βοώνης Low diacritics: βοώνης Capitals: ΒΟΩΝΗΣ
Transliteration A: boṓnēs Transliteration B: boōnēs Transliteration C: voonis Beta Code: bow/nhs

English (LSJ)

ου, ὁ, (ὠνέομαι) at Athens, an officer who bought oxen for the sacrifices, D.21.171, IG2.163.18.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ comprador oficial de las reses para los sacrificios públicos en Atenas Ath.Agora 19.L7.44, IG 22.1496.71 (ambas IV a.C.), D.21.171, en Delos ID 399A.17 (II a.C.)
tratante en vacas gener., Cyr.Al.Mt.233.2.

German (Pape)

[Seite 460] ὁ, Ochsenkäufer; in Athen die Beamten, welche den Kauf der Opferthiere besorgten, Dem. 21, 171; vgl. Harpocr. u. B. A. 219; Poll. 8, 114.

Greek (Liddell-Scott)

βοώνης: -ου, ὁ (ὠνέομαι) ἐν Ἀθήναις ἄρχων ὁ ὁποῖος ἠγόραζε βοῦς διὰ τὰς θυσίας, Δημ. 570. 7, Συλλ. Ἐπιγρ. 257. 8, Ἀρπ.· - ἐντεῦθεν βοωνέω, ἀγοράζω βοῦς, ἐπιγρ. Ἀττ. παρὰ τῷ Ussing. σ. 46·

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
agent chargé de l'achat des bœufs pour les sacrifices publics à Athènes.
Étymologie: βοῦς, ὠνέομαι.

Greek Monolingual

βοώνης, ο (Α)
στην Αθήνα άρχοντας αρμόδιος να αγοράζει βόδια για θυσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + -ώνης < ωνούμαι «αγοράζω»].

Greek Monotonic

βοώνης: -ου, ὁ (ὠνέομαι), στην αρχαία Αθήνα, αξιωματούχος που αγόραζε βόδια για τις δημόσιες θυσίες, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

βοώνης: ου ὁ (в Афинах) закупщик быков (для общественных жертвоприношений) Dem.

Middle Liddell

ὠνέομαι
at Athens, an officer who bought oxen for the sacrifices, Dem.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βοώνης -ου, ὁ βοῦς, ὠνέομαι veekoper.