δακτυλόδεικτος
οὐκ ἀθεεὶ ὅδ᾽ ἀνὴρ Ὀδυσήϊον ἐς δόμον ἵκει → this man does not come to the Odyssean palace without the will of the gods
English (LSJ)
ον, pointed at with the finger, μέλαθρα A.Ag.1332 (lyr.), cf. PLond.ined.1821.
Spanish (DGE)
(δακτῠλόδεικτος) -ον
1 señalado con el dedo, famoso δακτυλοδείκτων δ' οὔτις ἀπειπὼν εἴργει μελάθρων de los señalados techos nadie lo aleja con su veto A.A.1332.
2 dedo que señala e.e. dedo índice, Gloss.Pap. en PRain.18.256.306 (VI d.C.).
German (Pape)
[Seite 520] auf den man mit Fingern zeigt, berühmt; δακτυλοδεικτῶν (Conj. δακτυλόδεικτον) δ' οὔτις ἀπειπὼν εἴργει μελάθρων, was Lob. paralipp. 497 für das particip. nimmt, manum intentans, qui est gestus obnuentium, Aesch. Ag. 1305.
Greek (Liddell-Scott)
δακτῠλόδεικτος: -ον, ὁ διὰ τοῦ δακτύλου δεικνυόμενος, τὸ Ὁμηρ. ἀριδείκετος (πρβλ. τὸ τοῦ Ὁρατίου digito monstrari), Αἰσχύλ. Ἀγ. 1332.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
que l'on montre du doigt, célèbre.
Étymologie: δάκτυλος, δείκνυμι.
Greek Monolingual
δακτυλόδεικτος, -ον (AM)
εκείνος τον οποίο δείχνουν με το δάχτυλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκτυλος + -δεικτος < δείκνυμι.
Greek Monotonic
δακτῠλόδεικτος: -ον (δείκνυμι), αυτός που υποδεικνύεται με το δάχτυλο, δαχτυλοδειχτούμενος, διακεκριμένος, Λατ. digito monstratus, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
δακτῠλόδεικτος: указываемый пальцами, т. е. известный, знаменитый Aesch.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δακτυλόδεικτος -ον [δάκτυλος, δείκνυμι] met de vinger aangewezen, beroemd.
Middle Liddell
δείκνυμι
pointed at with the finger, Lat. digito monstratus, Aesch.