αἰσχυντικός

From LSJ
Revision as of 12:20, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰσχυντικός Medium diacritics: αἰσχυντικός Low diacritics: αισχυντικός Capitals: ΑΙΣΧΥΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: aischyntikós Transliteration B: aischyntikos Transliteration C: aischyntikos Beta Code: ai)sxuntiko/s

English (LSJ)

ή, όν, provocative of shame, Arist.Rh.1384a9.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 que da vergüenza αἰσχυντικόν ἐστι καί, εἰ μὴ μετέχει τις τοῦ ἀγαθοῦ, οὗ πάντες μετέχουσι Anon.in Rh.104.33, cf. 105.2, 13, τὰ αἰσχυντικὰ μόρια las partes pudendas, Et.Gud.355.32S.
subst. τὸ αἰ. τοῦ γυναίου Sch.E.Hipp.345.
2 prob. que tiene vergüenza, tímido, Cat.Cod.Astr.11(2).138.22.

Greek (Liddell-Scott)

αἰσχυντικός: -ή, -όν, = αἰσχυντηλός, Ἀριστ. Ρητ. 26, 12.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui cause de la honte.
Étymologie: αἰσχύνω.

Greek Monolingual

αἰσχυντικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που προκαλεί αισχύνη, ντροπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρημ. επίθ. αἰσχυντὸς < αἰσχύνω].

Greek Monotonic

αἰσχυντικός: -ή, -όν (αἰσχύνω), αυτός που προξενεί ή επισύρει αισχύνη, επονείδιστος, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

αἰσχυντικός: постыдный, позорный (αἰσχρὸς καὶ αἰ. Arst.).

Middle Liddell

αἰσχύνω
shameful, Arist.