βασκαντικός
From LSJ
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
English (LSJ)
ή, όν, envious, φθονητικὴ καὶ β. ἕξις Plu.2.682d, cf. Phld.Vit.p.42J.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 malicioso τὴν φθονητικὴν καὶ βασκαντικὴν ... ἕξιν Plu.2.682d.
2 subst. ἡ β. la malicia Aristo Phil.14.9.19.
German (Pape)
[Seite 438] Plut. Symp. 5, 7, 5, behexend.
Greek (Liddell-Scott)
βασκαντικός: -ή, -όν, ὑβριστικός, φθονερός, φιλοκατήγορος, Πλούτ. 2.682D.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui jette un sort, envieux, méchant.
Étymologie: βασκαίνω.
Greek Monolingual
βασκαντικός, -ή, -όν (Α) βασκαίνω
φθονερός, φιλοκατήγορος.
Russian (Dvoretsky)
βασκαντικός: завистливый, злобный Plut.