βρύχημα

From LSJ
Revision as of 12:10, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht

Menander, Monostichoi, 380
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρῡχημα Medium diacritics: βρύχημα Low diacritics: βρύχημα Capitals: ΒΡΥΧΗΜΑ
Transliteration A: brýchēma Transliteration B: brychēma Transliteration C: vrychima Beta Code: bru/xhma

English (LSJ)

ατος, τό, roar, roaring, λέοντος APl.4.94 (Arch.), cf. Opp.C.3.36; improperly of sheep (cf. βληχάομαι), A.Fr.158 (pl.); of men, Plu.Mar.20, Alex. 51.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
• Prosodia: [-ῡ-]
bramido del ganado μυκηθμοῖσι καὶ βρυχήμασιν con mugidos y balidos A.Fr.158.3
rugido λέοντος AP 16.94 (Arch.), cf. Opp.C.3.36, Aq.Ib.3.24
de pers. rugido, bramido de desesperación, Plu.Mar.20, Alex.51.

German (Pape)

[Seite 466] τό, dasselbe, Aesch. frg. 146; λέοντος Archi. 27 (Plan. 94); Opp. C. 1, 304; von Menschen Plut. Mar. 20 Al. 51.

Greek (Liddell-Scott)

βρύχημα: τό, ἀγρία φωνή, μούγκρισμα, Ὀππ. Κ. 3. 36· ἀτόπως ἐπὶ προβάτων (πρβλ. βληχάομαι), Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 155· ἐπὶ ἀνθρώπων, Πλούτ. Μαρ. 20, Ἀλεξ. 51.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
cri de fureur, hurlement de douleur.
Étymologie: βρυχάομαι.

Greek Monolingual

το (AM βρύχημα) βρυχώμαι
ο βρυχηθμός.

Greek Monotonic

βρύχημα: -ατος, τό, μουγκρητό, ουρλιαχτό, λέγεται για τους ανθρώπους, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

βρύχημα: ατος (ῡ) τό рев (μυκηθμοὶ καὶ βρυχήματα Aesch.; β. μεμυγμένον ἀπειλαῖς Plut.).

Middle Liddell

bellowing, roaring, of men, Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βρύχημα -ατος, τό βρυχάομαι gebrul.