δακνώδης

From LSJ
Revision as of 10:40, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δακνώδης Medium diacritics: δακνώδης Low diacritics: δακνώδης Capitals: ΔΑΚΝΩΔΗΣ
Transliteration A: daknṓdēs Transliteration B: daknōdēs Transliteration C: daknodis Beta Code: daknw/dhs

English (LSJ)

ες, biting, pungent, Hp. Aph.5.20, Gal.6.237; painful, Mich.in EN499.3.

Spanish (DGE)

-ες
1 medic. mordiente, punzante, irritante ἕλκεσι τὸ μὲν ψυχρὸν δακνῶδες Hp.Aph.5.20, δριμύτης Gal.6.237, cf. Steph.in Gal.239, ῥεῦμα Hp.Epid.1.26.5, φάρυγγες οὐ λίην δακνώδεες Hp.Epid.3.13, πυρετοὶ ... δακνώδεις τῇ χειρί fiebres mordientes al tacto Hp.Epid.6.1.14, περιττώματα Gal.6.240, λεπίδες Aët.2.59
fig. τὸ προΐεσθαι τοῦ λαμβάνειν δακνωδέστερόν ἐστι Mich.in EN 499.3.
2 adv. -ῶς de modo mordiente o punzante δ. ἀλγοῦσι τὴν κεφαλήν Gal.15.688.

German (Pape)

[Seite 519] ες, beißend, reizend, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

δᾰκνώδης: -ες, (εἶδος) δάκνων, δηκτικός, ἐρεθιστικός, ἐγγικτικός, Ἱπ.. Ἀφ. 1253, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
mordant, piquant.
Étymologie: δάκνω, -ωδης.

Greek Monolingual

δακνώδης, -ες (AM)
1. δηκτικός, τσουχτερός
2. επίπονος, επώδυνος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δακνώδης -ες [δάκνω] bijtend.