Βορεάς
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
English (LSJ)
poet. Βορειάς and Βορηϊάς, άδος, ἡ,
A Boread, daughter of Boreas, S.Ant.985 (lyr.), Orph.A.738:—also Βορηΐς, ΐδος, Nonn.D. 33.211.
II as fem. Adj., northern, πνοαί A.Fr.195.
Spanish (DGE)
-άδος
• Alolema(s): Βορειάς Orph.A.738, Nonn.D.37.121, 38.406
adj. fem.
1 boreal, del Norte ἀήτα B.17.91, πνοαί A.Fr.195, αὔρη Nonn.D.37.121, νύσση Nonn.D.38.406.
2 subst. ἡ Β. Boréade, hija de Boreas ref. a Cleopatra, S.Ant.985, Orph.l.c.
Greek (Liddell-Scott)
Βορεάς: Ἰων. Βορειάς, Ποιητ. Βορηιάς, άδος, ἡ, θυγάτηρ τοῦ Βορέου, Σοφ. Ἀντ. 985· ὡσαύτως Βορηίς, ίδος, Νόνν. Δ. 33. 211. ΙΙ. καθόλου ὡς θηλ. ἐπίθ., βορεία, ἐκ τοῦ βορρᾶ ἐρχομένη, πνοαὶ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 195.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
la fille de Borée.
Étymologie: Βορέας.
Greek Monolingual
Βορεάς (-άδος) και Βορειάς και Βορηιάς, η (Α) Βορέας
1. η κόρη του Βορρά
2. ως επίθ. (για την πνοή του ανέμου) αυτή που έρχεται από τον βορρά.
Greek Monotonic
Βορεάς: Ιων. Βορειάς, ποιητ. Βορηϊάς, -άδος, ἡ, κόρη του Βορέα, Βορεάδα, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
Βορεάς: άδος adj. f северная (πνοαί Aesch.).
άδος ἡ Бореада, дочь Борея, т. е. Κλεοπάτρα (внучка Эрехтея) Soph.