αἰνόλεκτρος
ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.
English (LSJ)
ον, A fatally wedded, ib.713 (lyr.), Lyc.820. II with a frightful bed, of the cave of Echidna, Id.1354.
Spanish (DGE)
-ον
1 cuyo lecho trae desgracia, de matrimonio desgraciadoParis, A.A.712, Helena, Lyc.820.
2 que es un lecho terrible μυχός Lyc.1354.
Greek (Liddell-Scott)
αἰνόλεκτρος: -ον, ὁ εἰς ὀλέθριον γάμον ἐλθών, Αἰσχύλ. Ἀγ. 713· πρβλ. αἰνολεχής, αἰνόγαμος. ΙΙ. ὁ φοβερὰν ἔχων κλίνην ἢ κοίτην, περὶ τῶν σπηλαίων τῆς Ἐχίδνης, Λυκόφρ. 1. 354.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à l'hymen funeste.
Étymologie: αἰνός, λέκτρον.
Greek Monotonic
αἰνόλεκτρος: -ον (λέκτρον), αυτός που έχει συνάψει ολέθριο γάμο, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
αἰνόλεκτρος: Aesch. = αἰνόγαμος.
Middle Liddell
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἰνόλεκτρος -ον αἰνός, λέκτρον met een ellendig huwelijk.