ναυσίπομπος
From LSJ
English (LSJ)
ον, ship-wafting, αὔρα E.Ph.1712 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 232] Schiffe geleitend, αὔρα, die Schiffe entsendender, günstiger Wind, Eur. Phoen. 1706.
Greek (Liddell-Scott)
ναυσίπομπος: [ῐ], -ον, ἐνεργ. ὁ πέμπων, κινῶν τὸ πλοῖον, αὔρα Εὐρ. Φοιν. 1712.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui pousse les vaisseaux.
Étymologie: ναῦς, πέμπω.
Greek Monolingual
ναυσίπομπος, -ον (Α)
(για τον άνεμο) αυτός που κινεί το πλοίο, δηλ. ο ούριος άνεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ναυσί του ναῦς «πλοίο» + πομπός (< πέμπω)].
Greek Monotonic
ναυσίπομπος: [ῐ], -ον, Ενεργ., αυτός που κινεί το πλοίο, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ναυσίπομπος: (ῐ) движущий корабли или сопутствующий кораблям (αὔρα Eur.).