μεταλλήγω
From LSJ
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
English (LSJ)
Epic for μεταλήγω.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
μεταλλήγω: Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ μεταλήγω.
French (Bailly abrégé)
v. μεταλήγω.
English (Autenrieth)
see μεταλήγω.
Greek Monolingual
μεταλλήγω (Α)
(επικ.τ.) βλ. μεταλήγω.
Greek Monotonic
μεταλλήγω: Επικ. αντί μεταλήγω.
Russian (Dvoretsky)
μεταλλήγω: эп. = *μεταλήγω.