μελέτωρ

From LSJ
Revision as of 04:00, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt

Menander, Monostichoi, 513
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελέτωρ Medium diacritics: μελέτωρ Low diacritics: μελέτωρ Capitals: ΜΕΛΕΤΩΡ
Transliteration A: melétōr Transliteration B: meletōr Transliteration C: meletor Beta Code: mele/twr

English (LSJ)

ορος, ὁ, (μέλω) one who cares for, an avenger, ἀμφί τινα S. El.846 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 122] ορος, ὁ, der Sorgende, Fürsorger, ἐφάνη μελέτωρ ἀμφὶ τὸν ἐν πένθει, Soph. El. 835, von dem Rächer; Suid. erkl. ὁ τιμωρούμενος πατρί

Greek (Liddell-Scott)

μελέτωρ: -ορος, ὁ, (μέλω) ὁ φροντίζων περί τινος, τιμωρός, ἐκδικητής, ἐφάνη γὰρ μελέτωρ ἀμφὶ τὸν ἐν πένθει Σοφ. Ἠλ. 846.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
qui prend soin de, qui se charge de.
Étymologie: μέλει.

Greek Monolingual

μελέτωρ, -ορος, ὁ (Α)
1. αυτός που προνοεί ή φροντίζει για κάποιον ή για κάτι
2. εκδικητής, τιμωρός («ἐφάνη γὰρ μελέτωρ ἀμφὶ τὸν ἐν πένθει», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλω «προνοώ, φροντίζω» + επίθημα -τωρ (πρβλ. διδάκ-τωρ)].

Greek Monotonic

μελέτωρ: -ορος, ὁ (μέλω), αυτός που φροντίζει για κάτι, τιμωρός, ἀμφί τινα, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

μελέτωρ: ορος ὁ покровитель, заступник, мститель (ἀμφί τινα Soph.).

Middle Liddell

μελέτωρ, ορος, ὁ, μέλω
one who cares for, an avenger, ἀμφί τινα Soph.