μελανάετος

From LSJ
Revision as of 03:55, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰνάετος Medium diacritics: μελανάετος Low diacritics: μελανάετος Capitals: ΜΕΛΑΝΑΕΤΟΣ
Transliteration A: melanáetos Transliteration B: melanaetos Transliteration C: melanaetos Beta Code: melana/etos

English (LSJ)

ὁ, black eagle, Arist.HA618b28.

German (Pape)

[Seite 119] od. -αίετος, ὁ, der schwarze Adler, Arist. H. A. 9, 32.

Greek (Liddell-Scott)

μελᾰνάετος: ὁ, ὁ μέλας ἀετός, πιθαν. ποικιλία τις τοῦ κοινοῦ ἀετοῦ (Falco fulvus), Ἀριστ. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 32, 2, παρ’ Εὐσταθ. 1235, 44 μελαναίετος, ὁμοίως καὶ ἐν τοῖς εἰς Ἰλ. Ω 315 Σχολίοις.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
aigle ou faucon noir (falco fulvus L.), oiseau.
Étymologie: μέλας, ἀετός.

Greek Monolingual

μελανάετος, ὁ (Α)
μαύρος αετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + ἀετός.

Russian (Dvoretsky)

μελανάετος:меланаэт, черный орел Arst.