λάδανον
From LSJ
μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)
English (LSJ)
v. λήδανον.
German (Pape)
[Seite 5] τό, Baumharz, Gummi, nach Her. 3, 112 die arabische Benennung, griechisch λήδανον.
Greek (Liddell-Scott)
λάδᾰνον: τό, ἴδε ἐν λέξ. κιννάμωμον.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
c. λήδανον.
Greek Monotonic
λάδᾰνον: Ιων. λήδανον, τό, αρωματική τσίκλα, μαστίχα, κόμμι, σε Ηρόδ. (ξεν. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
λάδᾰνον: τό ион. Her. = λήδανον.
Middle Liddell
λάδᾰνον, Ionic λήδανον, ου, τό,
an aromatic gum, gum mastich, Hdt. [Foreign word.]