λυγόω

From LSJ
Revision as of 13:50, 11 May 2022 by Spiros (talk | contribs)

τὸ δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης ἀφροσύνης καὶ μαλακίας ἐστίν → being in debt is a mark of extreme folly and moral weakness (Plutarch, On Avoiding Debt 829F3)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῠγόω Medium diacritics: λυγόω Low diacritics: λυγόω Capitals: ΛΥΓΟΩ
Transliteration A: lygóō Transliteration B: lygoō Transliteration C: lygoo Beta Code: lugo/w

English (LSJ)

A tie fast, ἱμάντι κατ' αὐχένος ἅμμα AP9.150 (Antip.); ἀλυκτοπέδῃσι λυγωθείς APl.1.15. II bend, overpower, Δανάας ἐλύγωσεν ὅδε φρένα AP5.216 (Paul. Sil.).

Greek (Liddell-Scott)

λῠγόω: δένω σφιγκτῶς, στερεῶς, ἱμάντι κατ’ αὐχένος ἅμμα Ἀνθ. Π. 9. 150· ἀλυκτοπέδῃσι λυγωθεὶς Ἀνθ. Πλαν. 15. ΙΙ. κάμπτω, καταβάλλω, δαμάζω, Δανάας ἐλύγωσεν ὅδε φένα Ἀνθ. Π. 5. 217.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 plier, courber;
2 lier.
Étymologie: λύγος.

Greek Monotonic

λῠγόω: μέλ. λυγώσω, δένω σφιχτά, γερά, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λῠγόω:
1) завязывать (ἅμμα Anth.);
2) связывать, опутывать (φρένα τινός Anth.).

Middle Liddell

λῠγόω, fut. λυγώσω, to tie fast, Anth.