μῆρα

From LSJ
Revision as of 04:55, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῆρα Medium diacritics: μῆρα Low diacritics: μήρα Capitals: ΜΗΡΑ
Transliteration A: mē̂ra Transliteration B: mēra Transliteration C: mira Beta Code: mh=ra

English (LSJ)

τά, old pl. of μηρός 2, = μηρία, Il.1.464, al., B.Fr.3.4, Ar.Pax 1088; Ποσειδάωνι… πόλλ' ἐπὶ μῆρ' ἔθεμεν Od.3.179.

Greek (Liddell-Scott)

μῆρα: τά, σπανιώτερος Ὁμηρ. τύπος ἀντὶ μηρία, οὐχὶ ἀνώμαλος πληθ. τοῦ μηρός, (ἴδε μηρίον), Ἰλ. Α. 464., Β. 427, κτλ., οὕτως Ἀριστοφ. Εἰρ. 1088, 1092.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
seul. pl.
c. μηρία.

English (Autenrieth)

see μηρίον.

Greek Monolingual

μῆρα, τὰ (Α)
οι μηροί («κατὰ μῆρα κάη καὶ σπλάγχνα πάσαντο», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μηρός.

Greek Monotonic

μῆρα: τά, =μηρία, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

μῆρα: τά Hom. = μηρία.

Middle Liddell

μῆρα, ων, τά, = μηρία, Il., Ar.]