παρασκευαστός

From LSJ
Revision as of 10:20, 5 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "l’" to "l'")

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρασκευαστός Medium diacritics: παρασκευαστός Low diacritics: παρασκευαστός Capitals: ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣΤΟΣ
Transliteration A: paraskeuastós Transliteration B: paraskeuastos Transliteration C: paraskevastos Beta Code: paraskeuasto/s

English (LSJ)

ή, όν, that can be provided or procured, Pl.Prt.319b, 324c.

German (Pape)

[Seite 498] was herbeigeschafft oder bereitet werden kann, μηδ' ὑπ' ἀνθρώπων παρασκευαστόν, Plat. Prot. 319 b, vgl. 324 a.

Greek (Liddell-Scott)

παρασκευαστός: -όν, ὃν δύναταί τις νὰ παρασκευάσῃ ἢ παράσχῃ Πλάτ. Πρωτ. 319Β, 324C.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
que l'on peut préparer ou se procurer.
Étymologie: παρασκευάζω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
παρασκευάζω
αυτόν που μπορεί κανείς να παρασκευάσει ή να παράσχει.

Russian (Dvoretsky)

παρασκευαστός: могущий быть приготовленным или устроенным (ὑπ᾽ ἀνθρώπων ἀνθρώποις Plat.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρασκευαστός -ή -όν [παρασκευάζω] te verschaffen.

Middle Liddell

παρασκευαστός, όν [from παρασκευάζω
that can be provided, Plat.