πεύσομαι
From LSJ
τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)
English (LSJ)
fut. of πυνθάνομαι.
Greek (Liddell-Scott)
πεύσομαι: μέλλ. τοῦ πυνθάνομαι.
French (Bailly abrégé)
f. de πυνθάνομαι.
English (Autenrieth)
see πυνθάνομαι.
Greek Monotonic
πεύσομαι: μέλ. του πυνθάνομαι· Δωρ. πευσοῦμαι.
Russian (Dvoretsky)
πεύσομαι: fut. к πυνθάνομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεύσομαι indic. fut. van πεύθομαι en πυνθάνομαι.