περίλοιπος

From LSJ
Revision as of 10:28, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs)

ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίλοιπος Medium diacritics: περίλοιπος Low diacritics: περίλοιπος Capitals: ΠΕΡΙΛΟΙΠΟΣ
Transliteration A: períloipos Transliteration B: periloipos Transliteration C: periloipos Beta Code: peri/loipos

English (LSJ)

ον, περιλιπής (remaining, remnant, leftover, left, surviving), Ar.Fr.160, Th.1.74, al., Arist.Oec.1350b13, LXX Am.5.15.

German (Pape)

[Seite 582] = περιλιπής, Thuc. 1, 74 u. Sp., wie Luc. Tox. 2 Plut. Pericl. 36.

Greek (Liddell-Scott)

περίλοιπος: -ον, = περιλιπής, ὁ ἀπομείνας,! Ἀριστοφ.! Ἀποσπ. 208, Θουκ. 1. 74.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui reste, qui survit.
Étymologie: περιλείπομαι.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ περιλείπομαι
υπόλοιπος.

Greek Monotonic

περίλοιπος: -ον = περιλιπής, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

περίλοιπος: Thuc., Arph., Luc., Plut. = περιλιπής.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περίλοιπος -ον [περιλείπω] resterend.

Middle Liddell

περίλοιπος, ον, = περιλιπής, Thuc.]