ποσσίκροτος

From LSJ
Revision as of 21:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποσσίκροτος Medium diacritics: ποσσίκροτος Low diacritics: ποσσίκροτος Capitals: ΠΟΣΣΙΚΡΟΤΟΣ
Transliteration A: possíkrotos Transliteration B: possikrotos Transliteration C: possikrotos Beta Code: possi/krotos

English (LSJ)

ον, A struck with the foot in dancing, Orac. ap.Hdt.1.66. II Act., striking with the feet, Orph.H.31.2.

German (Pape)

[Seite 687] beim Tanze mit den Füßen geschlagen, Orak. bei Her. 1, 66 (A. P. XIV, 76). – Auch akt., mit den Füßen schlagend, stampfend, Orph. H. 30, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ποσσίκροτος: -ον, ὁ ὑπὸ τῶν ποδῶν ἐν χορῷ κροτούμενος, δώσω σοι Τεγέην ποσσίκροτον ὀρχήσασθαι Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 66. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ κροτῶν διὰ τῶν ποδῶν, Ὀρφ. Ὕμν. 30. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
frappé avec les pieds.
Étymologie: πούς, κρότος.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που αντηχεί από τα χτυπήματα τών ποδιών («Τεγέην ποσσίκροτον», Ηρόδ,)
2. αυτός που χτυπάει δυνατά τα πόδια («Κουρῆτες ποσσίκροτοι», Ορφ. Ύμν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποσσί, επικ. τ. δοτ. πληθ. του πούς + κρότος (πρβλ. ιππό-κροτος)].

Greek Monotonic

ποσσίκροτος: -ον, αυτός που χτυπά με θόρυβο τα πόδια του στον χορό, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.

Russian (Dvoretsky)

ποσσίκροτος: ударяемый ногами, т. е. превосходный для хороших плясок (Τεγέη Her.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποσσίκροτος -ον [πούς, κρότος] daverend van voetgestamp

Middle Liddell

ποσσί-κροτος, ον,
struck with the foot in dancing, Orac. ap. Hdt.