προίκιος
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
English (LSJ)
ον, = προικιμαῖος (gratuitous, belonging to a dowry) 1, π. ἀοιδός, of the cicada, AP 6.120 (Leon.) ; π. χάρις, of honey, ib. 9.404 (Antiphil.) ; dub.l. in Call. Fr. 542 = Oxy. 2079.34.
German (Pape)
[Seite 725] = Vorigem; χάρις, heißt der Honig, Antiphil. 29 (IV, 404); ἀοιδός, d. i. τέττιξ, Leon. Tar. 60 (VI, 120).
Greek (Liddell-Scott)
προίκιος: ον = τῷ προηγ., πρ. ἀοιδός, ἐπὶ τοῦ τέττιγος, Ἀνθ. Π. 6. 120· πρ. χάρις, ἐπὶ τοῦ μέλιτος, αὐτόθι 9. 404.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui fait qch gratuitement.
Étymologie: προίξ.
Greek Monolingual
-ον, Α προίξ, -κός]
1. αυτός που δίνεται δωρεάν
2. φρ. α) «προίκιος ἀοιδός» — ο τέττιγας, το τζιτζίκι
β) «προίκιος χάρις» — το μέλι.
Greek Monotonic
προίκιος: -ον (προίξ), αυτός που δίνεται ως προίκα, σε Ανθ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προίκιος -ον [προίξ] gratis.
Russian (Dvoretsky)
προίκιος: безвозмездный, даровой (ἀοιδός, т. е. τέττιξ Anth.).
Middle Liddell
προίκιος, ον, προΐξ
gratuitous, Anth.